- εἴλυμα
- εἴλῡμα , εἴλυμαwrapperneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
είλυμα — εἴλυμα, το (Α) περίβλημα, σκέπασμα … Dictionary of Greek
PASTOR — I. PASTOR Consul cum Aeliano, An. Urb. Cond. 915. II. PASTOR Presbyter castiffimus, qui studiô castitatis servandae matrem ad se venientem cellâ clausâ repulit. III. PASTOR alius gregis dominus, alius mercenarius, μιςθωτὸς Graece, Iohann. c. 10.… … Hofmann J. Lexicon universale
ειλύω — εἰλύω (Α) 1. περιτυλίσσω, σκεπάζω 2. κινούμαι κουλουριάζοντας το σώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ρίζα *welu (αρχ. ελλ. Fελυ ), παρεκτεταμένη μορφή τής αρχικής IE *wel «στρέφω, κυλίω» (βλ. λ. ειλώ), τής οποίας η ύπαρξη επιβεβαιώνεται από τη γλώσσα τού… … Dictionary of Greek
σπείρον — τὸ, Α 1. κομμάτι υφάσματος (α. «εἴλυμα σπείρων», Ομ. Οδ. β. «σπεῑρα κάκ ἀμφ ὤμοισι βαλών», Ομ. Οδ.) 2. σάβανο 3. ιστίο πλοίου 4. γυναικείο ένδυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τής λ. σπεῖρα με αρχική σημ. «αυτό με το οποίο τυλίγεται κανείς», από όπου… … Dictionary of Greek
εἱλύματα — εἰλύ̱ματα , εἴλυμα wrapper neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)